τυραννοκτόνος

τυραννοκτόνος
ο
ο φονιάς τυράννου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυραννοκτόνος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννοκτόνος — ο, η, ΝΜΑ 1. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τυραννοκτόνο (α. «και τυραννοκτόνον ξίφος κρύπτοντας υπό μυρσίνας», Σούτσ. Α. β. «τυραννοκτόνον πάθος», Φάλ.) 2. φονέας τυράννου 3. (το αρσ. στον πληθ.) οι τυραννοκτόνοι οι Αθηναίοι Αρμόδιος… …   Dictionary of Greek

  • τυραννοκτόνοις — τυραννόκτονος slayer of a tyrant masc dat pl τυραννοκτόνος masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννοκτόνου — τυραννόκτονος slayer of a tyrant masc gen sg τυραννοκτόνος masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννοκτόνους — τυραννόκτονος slayer of a tyrant masc acc pl τυραννοκτόνος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννοκτόνων — τυραννόκτονος slayer of a tyrant masc gen pl τυραννοκτόνος masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννοκτόνῳ — τυραννόκτονος slayer of a tyrant masc dat sg τυραννοκτόνος masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννοκτόνε — τυραννοκτόνος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννοκτόνοι — τυραννοκτόνος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυραννοκτόνον — τυραννοκτόνος masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”